Από τον κατάλογο της έκθεσης στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1994
ΕΠΑΛΛΗΛΗ ΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗ
Όλο και πιο γυμνά
Όλο και πιο άναρθρα
Όχι πια φράσεις
Όχι πια λέξεις
Γραμμάτων σύμβολα
Αντί για την πόλη η πέτρα
Αντί για το σώμα το νύχι
Ακόμα πιο πολύ: μια αιμάτινη
Σκοτωμένη κηλίδα
Πάνω στο μικροσκόπιο.
(Μανώλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971)
Η τέχνη του Γιώργου Χατζάκη είναι ανθρωποκεντρική.
Στις σειρές του, από τους Κορμούς, τις Αγιογραφίες, τους Νεομάρτυρες, τις Ανθρωπο-γραφίες ως την πρόσφατη Επάλληλη γραφή, επιχειρείται με εικαστικά μέσα η σύνοψη των σκέψεών του για την τραγικότητα της ζωής. Αν συνηθίζει να δουλεύει σε σειρές ο Χατζάκης, είναι γιατί θεωρεί δύσκολο να συμπυκνώσει σε μία μόνον εικόνα όλες τις εικόνες που θέλει να φτιάξει· κι έτσι η μία εικόνα δίπλα στην άλλη εκφράζει πληρέστερα ό,τι θέλει να πει.
Κάθε πίνακας της Επάλληλης γραφής είναι η κατάθεση μιας απορίας για τα μεγάλα θέματα της ζωής και του θανάτου, ενός ερωτήματος χωρίς απάντηση. Στη ζωγραφική επιφάνεια συνωστίζονται πρόσωπα διαβρωμένα, με τονισμένα μάτια ή μάλλον τις κόγχες των ματιών, σε επάλληλες σειρές ή σκόρπια, σε διαφορετικές και ποικίλες κάθε φορά συνθέσεις που μαρτυρούν τον αγώνα του δημιουργού να πετύχει μυστικές ισορροπίες και αρμονία. Οι μορφές αποτελούν επανάληψη αρχετύπων, τα οποία η μνήμη ανακαλεί από το παρελθόν, αρχαίοι ήρωες, βυζαντινοί άγιοι, σύγχρονοι αγωνιστές. Κάποτε ένας κύκλος απομονώνει ή αναδεικνύει μια μορφή, ένα βέλος προσδιορίζει ή πληγώνει μια άλλη μορφή.
Στα κενά μεταξύ των προσώπων παρεμβάλλονται κείμενα αδιάγνωστα, επιγραφές διαφόρων χρονικών περιόδων, περίτεχνα αρχικά χειρογράφων, σκόρπια γράμματα, διάφοροι αριθμοί. Και καθώς αυτοί οι κώδικες επικοινωνίας είναι αποσπασματικοί και δεν εκπληρούν τον προορισμό τους, επιτείνεται η ατμόσφαιρα του ανοίκειου και αινιγματικού που δημιουργείται με τις σκαιές μορφές που αναδύονται από τα μουντά και θολά χρώματα του κάμπου. Συχνά και το σκούρο πλαίσιο, όταν υπάρχει για να ορίσει την παράσταση, διακόπτεται από κείμενα, μορφές ή τμήματα μορφών.
Αλλεπάλληλα σβησίματα και εκ νέου γραψίματα δίνουν στον πίνακα την υφή παλίμψηστου, αλλά και την κρυφή υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι νέο και η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η λειτουργία του χρώματος έχει ιδιαίτερη σημασία στους πίνακες του Γιώργου Χατζάκη. Αν τα καθαρά χρώματα εκφράζουν τη χαρά και την ευτυχία, εδώ τα χρώματα χαμηλών τόνων, γήινα, γκρίζα ή ρόδινα λερωμένα και μαύρα δηλώνουν την αγωνία, το αδιέξοδο, τη δυστυχία, το θάνατο. Σπάνια λίγο φωτεινό γαλάζιο ανοίγει μικρό παράθυρο ελπίδας. Οι ελάχιστες κόκκινες γραμμές, όταν παρουσιάζονται, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα όρια της ζωής που, κατά τον Ακριθάκη, είναι μια απαγορευμένη ζώνη, στην οποία μπαίνουμε παρά την θέλησή μας και πάλι παρά τη θέλησή μας βγαίνουμε (Το Βήμα, 25/9/1994).
Είναι φανερό ότι ο Χατζάκης αντικρίζει με φόβο το μέλλον και ακουμπώντας με ασφάλεια στη συλλογική μνήμη, την οποία μεταπλάθει δημιουργικά, τονίζει με κάθε μέσο τα στοιχεία του παράλογου και του χάους, του τυχαίου και του ακατανόητου, της φθοράς αλλά και της επιμονής της ζωής.
Η ιδιότυπη τεχνική που εφαρμόζει με την αποτύπωση των μορφών στο μουσαμά, καθώς αυτός πιέζεται πάνω σε ανάγλυφη πλάκα με έκτυπες μορφές, έχει ιδεολογική προέλευση και εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το στοχασμό του ζωγράφου, να δώσει με τη συμπίεση της ύλης την πυκνότητα των αισθημάτων.
Το επιγραμματικό αξίωμα, όπως το διατύπωσε πάλι ο Αλέξης Ακριθάκης στην τελευταία του συνέντευξη, η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή, σφραγίζει και το έργο του Γιώργου Χατζάκη.
Το τυχαίο, το ακατανόητο, το παράλογο, η φθορά που συνθέτουν τη ζωή, αποτελούν τα θέματα της ζωγραφικής του. Η φθορά της ζωγραφικής είναι η ίδια η φθορά ιδανικών καταξιωμένων στη συνείδηση του καλλιτέχνη, ενώ απρόβλεπτες καταστροφές, απειλούν εφιαλτικά τον άνθρωπο, ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν ελέγχει πια ούτε τη μοίρα του κόσμου ούτε, φυσικά, και τη δική του. Ωστόσο με τη σοφία του πόνου και με το στοχασμό ο καλλιτέχνης καταθέτει το όραμά του ως μαρτυρία ζωής και καλεί σε διάλογο τους θεατές των εικόνων του.
Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Οκτώβρης 94