-
Άλκης Χαραλαμπίδης
ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ: Μια άλλη αγιογραφία (1981)Η επιστροφή σε εικονογραφικά πρότυπα περασμένων εποχών της τέχνης θα μπορούσε να θεωρηθεί βασικό χαρακτηριστικό για πολλούς ζωγράφους του αιώνα μας. Η παρωδία της «Mona Lisa» του Leonardo από τον ντανταϊστή Marcel Duchamp, η πολυσήμαντη συνάντηση του Picasso με έργα μεγάλων δημιουργών του παρελθόντος – Greco, Velazquez, Delacroix, Courbet, Manet κ.ά.- ή ακόμη η συστηματική προσπάθεια ανανέωσης της βυζαντινής ζωγραφικής από τον δικό μας Κόντογλου είναι παραδείγματα που μπορούν εύκολα να πολλαπλασιαστούν.
Ενταγμένη στα πλαίσια αυτού του γενικότερου φαινομένου παρουσιάζει ασφαλώς ενδιαφέρον η ζωγραφική του Γιώργου Χατζάκη, που αντλεί τα θέματά του από βυζαντινές ή μεταβυζαντινές φορητές εικόνες και τοιχογραφίες. Όσο κι αν είναι αυτονόητη μια πρώτη σύνδεση των ερεθισμάτων του με την ατμόσφαιρα των παλιών εκκλησιών, γίνεται φανερό ότι πρόθεσή του δεν είναι να προσθέσει μιαν ακόμη φωνή διαμαρτυρίας για την εγκατάλειψη του καλλιτεχνικού μας πλούτου και το ξεθώριασμα της πολιτιστικής μας τουτότητας. Με τη διαδικασία φθοράς που ακολουθεί το κανονικό ζωγράφισμα των έργων του, τη διαφορετική διατύπωση ή την αφαίρεση γνωστών στοιχείων και την προσθήκη νέων, μας μεταφέρει με αμεσότητα από την κοινή, γενική εμπειρία στην περιοχή του προσωπικού βιώματος.
Οι σκόπιμες ανατομικές παραμορφώσεις, η ατελής χρωματική επένδυση ορισμένων τμημάτων, τα κόκκινα που φέρνουν στο νου ανοιχτές πληγές και τα κίτρινα της αρρώστιας, οι άγιοι που αποστρέφουν τα πρόσωπά τους ή μας κοιτάζουν περίλυποι, οι μικροσκοπικές ανθρώπινες μορφές που συνωστίζονται κλεισμένες σε χρωματικά ουδέτερους πίνακες μέσα σε πίνακες, τα ακατάληπτα κείμενα και οι επιγραφές που αντί να διευκολύνουν δυσχεραίνουν την προσέγγιση, κλειδιά και άλλα σύμβολα σε περιθωριακές θέσεις, τα οποία κανείς δεν ξέρει σε τι μπορούν να χρησιμεύσουν, συνθέτουν ερμητικά εξπρεσιονιστικά σύνολα.
Ένας μόνιμος horror vacui δεν αφήνει ανενεργό ούτε ένα εκατοστό της ζωγραφικής επιφάνειας. Το υπερβατικό ακίνητο βάθος των βυζαντινών εικόνων δίνει τη θέση του άλλοτε σ’ ένα πλήθος αγίων κι άλλοτε σε χρωματικά διαφοροποιημένες, αφηρημένες μονάδες που περιβάλλουν ασφυκτικά την κεντρική παράσταση. Μερικές φορές μάλιστα στοιχεία του φόντου «επιτίθενται» στη κύρια μορφή, την εκτοπίζουν, ως ένα βαθμό υποκαθιστούν τα μέλη της, κάνοντας ανέφικτο το συσχετισμό των επιπέδων και, φυσικά, προβληματική τη σύλληψη του χώρου.
Το αποτέλεσμα είναι φανερό. Ο Χριστός, η Παναγία, οι άγιοι αποσπώνται από τη μοναξιά και τη μακαριότητα της αιωνιότητας και μεταφέρονται στο πεδίο των συγκρούσεων, των αντιφάσεων και των σπασμών του κόσμου τούτου. Αδύναμοι οι ίδιοι να αντισταθούν στη φθορά παύουν να στηρίζουν την πίστη και την ελπίδα για λύτρωση. Υπερφορτισμένη με υποκειμενικά βιώματα σ’ αυτή της τη φάση η ζωγραφική του Χατζάκη, κοσμοθεωρητικά φτάνει σ’ ένα τραγικό αδιέξοδο, αλλά αισθητικά υπόσχεται πολλά για το μέλλον.Άλκης Χαραλαμπίδης
Καθηγητής της Ιστορίας της Τέχνης
στο Α.Π.Θ. Με αφορμή την έκθεση που έγινε το 1981 στο ΠΑ.ΠΟ.Κ. (Πανελλήνιο Πολιτιστικό Κέντρο) -
Σταύρος Χ. Σπύρογλου
Σημείωμα για τη ζωγραφική του Γιώργου ΧατζάκηΕίναι παρατηρημένο στους καλλιτέχνες ότι, ο καθένας τους σύμφωνα με τη φύση και την πνευματικότητά του, εντάσσεται σε κάποια αξία και μ’ αφετηρία αυτή προχωρεί στην υλοποίηση των οραμάτων του.
Για τον αυτοδημιούργητο δυναμικό ζωγράφο Γιώργο Χατζάκη, με την εξπρεσιονιστική υποβλητική δουλειά του, η Βυζαντινή αγιογραφία στάθηκε πηγή των εμπνεύσεών του και μέσον έκφρασης των βιωμάτων του. Ο Χατζάκης δεν είναι μιμητής, αλλά ένας αναμορφωτής όχι με την έννοια του συνεχιστή ή ανανεωτή της Βυζαντινής Τέχνης.
Σέβεται την προγονική καλλιτεχνική κληρονομιά και δεν απομακρύνεται από τα επί μέρους εκφραστικά της στοιχεία, την υπερβατική ακινησία στις μορφές. Παρουσιάζεται με προεκτάσεις σε βάθος και με την εξαιρετική ευαισθησία του, μας εμφανίζεται με καινούργια πλαστική γλώσσα, να εξωτερικεύει τα συναισθήματά του, με αφορμή το Θείο Δράμα και τα μαρτύρια των αγίων.
Τα βασικά χρώματα της σύνθετης παλέτας του είναι τα σκούρα, όπως το βαθύ βυσσινί, το καφέ και το μαύρο με τις διαβαθμίσεις τους. Οι παραστάσεις των μορφών του, προβάλλουν συνήθως μέσα από αχλύ νέφωση και τα σώματά τους βυθίζονται, χάνονται στο μισοσκόταδο, γνωρίσματα ιδιαίτερα, που προσδίδουν συγκλονιστική έξαρση στις αισθήσεις και αποτελούν τα βασικά χαρακτηριστικά της δουλειάς του. Ένας ξεχωριστός αυτοδύναμος καλλιτέχνης που ερευνά σε βάθος, ανατόμος της ψυχής, ο οποίος συγκινεί και επιβάλλεται με την μυστικιστική υποβλητικότητα στα έργα του και την ποιότητα των χρωματικών αρμονιών του.Σταύρος Χ. Σπύρογλου
7-4-1982 -
Π. Μαρκή-Αγγέλκου
Η ζωγραφική του Γιώργου ΧατζάκηΣτην αίθουσα του ΠΑΠΟΚ, Τσιμισκή 115, ο ζωγράφος Γ. Χατζάκης παρουσιάζει μια ενδιαφέρουσα έκθεση από 28 λάδια διαφόρων διαστάσεων. Ο Χατζάκης άρχισε από μια ονειρική απόδοση του τοπίου, πέρασε στην αφαίρεση, ασχολήθηκε για ένα μεγάλο διάστημα με το βασανισμένο ανθρώπινο σώμα, για να στραφεί τελευταία στη βυζαντινή θεματογραφία και τις εντυπώσεις του εσωτερικού των μεταβυζαντινών εκκλησιών.
Οι μορφές των αγίων που ζωγραφίζει, αφού ολοκληρωθούν σε πρώτο στάδιο, υπόκεινται στη συνέχεια από τον ίδιο σε μια συνειδητή διαδικασία καταστροφής μέσα στον πίνακα, για να οριστικοποιηθούν τέλος σε μιαν εικόνα ερήμωσης και αποξένωσης του Θεού.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλούν οι ενσωματωμένοι σε κάθε πίνακα μικροί μονόχρωμοι πίνακες, που προβάλλουν άλλοτε ένα πλήθος λαού κι άλλοτε μια σειρά φυλακισμένων πίσω από τα κάγκελα, που μοιάζουν σαν κάτι να περιμένουν.
Οι άγιοι του Χατζάκη, ακρωτηριασμένοι και τραγικοί μέσα στους σκόπιμα τραυματισμένους πίνακες, δείχνουν το μέγεθος της μοναξιάς και της αποξένωσής μας, με σημείο αναφοράς όχι μόνο τον Θεό αλλά και τον άνθρωπο. Γι’ αυτό οι άγγελοι έχουν τσακισμένα φτερά κι οι άγιοι ακρωτηριασμένα χέρια, σπασμένα φωτοστέφανα, αλλοιωμένα πρόσωπα.
Ο Χατζάκης μας αποκαλύπτει με το χρωστήρα ό,τι έχουμε υποσυνείδητα δεχθεί σαν ανθρώπινη μοίρα αυτού του αιώνα : Τη συνειδητοποίηση και την αποδοχή της μοναξιάς.
Στο σημείο αυτό αρχίζει η λυτρωτική παρέμβαση της τέχνης. Ο καλλιτέχνης υπερβαίνοντας τη μεταφυσική αγωνία, έχει κερδίσει την προσωπική του ελευθερία και τη δική μας φυσικά.Π. Μαρκή-Αγγέλκου
Επιμελήτρια Βυζαντινών Αρχαιοτήτων
Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Μακεδονία στις 26-1-1982 -
Γιάννης Ρίτσος
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΥΣ ΠΙΝΑΚΕΣ ΤΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗΠριν από τις μερικούς μήνες, στο πατάρι μιας γκαλερί, είδα για πρώτη φορά πίνακες του Γιώργου Χατζάκη. Δεν ήξερα τίποτα γι΄ αυτόν. Δεν είχα ακούσει καν τ’ όνομά του. Οι πίνακές του με καθήλωσαν. Ιδού, είπα, ένας πραγματικός ζωγράφος, που δε χρειάζεται σχόλια, ερμηνείες, κατατάξεις σε σχολές, διερευνήσεις επιδράσεων, διασταυρώσεων, προσμιξιών. Σε συνεπαίρνει απ’ την πρώτη στιγμή, σε παίρνει και σου δίνεται σαν από κάποια προϋπάρχουσα μυστική συμφωνία. Ίσως η βυζαντινή πνοή, που διατρέχει τις πίνακες του Χατζάκη, να ’ναι μια πρώτη προετοιμασία υποδοχής –η γενική μνήμη, τόσο ιστορική όσο και αισθητική. Αλλά όχι μόνον αυτό. Γιατί ο Χατζάκης δεν είναι αντιγραφέας ή μιμητής της τέχνης και της τεχνικής της βυζαντινής αγιογραφίας και της χρωματικής της κλίμακας. Δεν είναι ένας δογματικός αγιογράφος με καθιερωμένα πατρόν που ορίζουν (και επιβάλλουν) το ακριβές μέγεθος των φτερών των αγγέλων και αρχαγγέλων και το πλάτος των φωτοστέφανων. Στα έργα του Χατζάκη δεν υπάρχει η προμελέτη σχεδίου και χρωματικών σχέσεων. Η πρόσμιξη θερμών και ψυχρών χρωμάτων δε στηρίζεται σε αποστηθισμένους μαθηματικούς κανόνες, αλλά σε μιαν οξύτατη και καθάρια αίσθηση που επιτυγχάνει απροσχεδίαστα τις πιο ακριβείς και «απαιτητικές» αναλογίες. Έτσι,τα χρώματα του Χατζάκη αποπνέουν συγκίνηση, αξιοποιώντας και επικυρώνοντας το μεγάλο ταλέντο του ζωγράφου. Και οι μορφές του (με ή χωρίς φωτοστέφανο) δεν ξέρεις αν είναι αρχαίοι άγιοι, εργάτες και αγρότες, μαρτυρικοί και οργισμένοι, των μεγάλων και απελευθερωτικών αγώνων.
Γιάννης Ρίτσος
Αθήνα, 21.ΙΧ.83 -
Άλκης Χαραλαμπίδης
«ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ»«Ίσως τίποτε δεν θα μπορούσε να κάνει πιο οικεία τη διαφορά οριζόντων ανάμεσα στους Έλληνες και σε μας από τη σύγκριση ενός έργου σαν το «Beethoven» του Bourdelle με το κεφάλι του ‘’Κλάδεου» λ.χ. από την Ολυμπία. Και τα δυο είναι μεγάλα έργα τέχνης. Στο καθένα τους ο γλύπτης κατόρθωσε να συνοψίσει το πνεύμα της εποχής του… Αλλά τι αντίθεση ανάμεσα στη δροσερή καθαρότητα του ενός που κοιτάζει μπροστά και στο βαθύ συλλογισμό του άλλου! Η ζωή που ήταν απλή και χαρούμενη έχει γίνει απέραντα πολύπλοκη».
Τα λόγια αυτά της γνωστής αρχαιολόγου Gisela Richter θα μπορούσαν ασφαλώς να είναι μια εισαγωγή στη δημιουργία πολλών σύγχρονων καλλιτεχνών. Τηρώντας τις αναλογίες θα ήθελα να τα χρησιμοποιήσω σαν ένα πέρασμα στη ζωγραφική του Γιώργου Χατζάκη· ενός καλλιτέχνη που ζει μακριά από το κέντρο, δεν είναι γνωστός σε πολλούς, δεν έχει κάνει τις συμβατικές σπουδές σε σχολές· που όμως τόσο με το θεματολογικό του προσανατολισμό όσο και με τις μορφοπλαστικές του πραγματώσεις πείθει για γνησιότητα της προσπάθειάς του να συλλάβει το πολυσύνθετο ιστορικό παρόν, σε συνάρτηση πάντα με την προσωπική βιωματική φόρτιση. Οι συγκριτικές παρατηρήσεις της αφορούν βασικά τον τρόπο που οι σχέσεις του ανθρώπου με τον έξω και το μέσα του κόσμο βρίσκουν την πλαστική τους διατύπωση πάνω στην ίδια την ανθρώπινη μορφή. Ανάλογο είναι το πρόβλημα που ανιχνεύει ο Χατζάκης.
Απεικονίζει τους «Μάρτυρές» του κατά κανόνα μόνους, με δόρυ στο χέρι, συχνά με φτερά στους ώμους και φωτοστέφανο στο κεφάλι, φαινομενικά κυρίαρχους στη ζωγραφική επιφάνεια. Τους θέλει αρρενωπούς, ηθικούς –στην ευρύτερη δυνατή έννοια του όρου- , με τη νηφαλιότητα ηρώων αρχαίας τραγωδίας και την ασάλευτη πίστη βυζαντινών αγίων· μορφές μνημειακές, που παραπέμπουν σε μια λεκτική και μια εικονολογική αμφισημία : μαρτυρία-μαρτύριο· φτερωτές μορφές της αρχαίας τέχνης – άγγελοι, Ιωάννης ο Πρόδρομος της χριστιανικής εικονογραφίας· «καλώς αθλήσαντας» που την ώρα αυτή ζυγίζουν τα αποτελέσματα του αγώνα τους· με πρόσωπα περίλυπα, αυστηρά, καμιά φορά από αξιοπρέπεια οργισμένα για τη ματαιότητα της προσπάθειάς τους· εκστατικά, προφητικά μπροστά σ’ αυτό που βλέπουν να έρχεται· μπροστά στο μέλλον που έχει αρχίσει κιόλας να γίνεται παρόν, δυσοίωνο και φοβερό.
Με την αναφορά ακριβώς στη διάσταση του χρόνου ο Χατζάκης μας περνά από την πραγματικότητα του ανθρώπου σ’ εκείνη του χώρου. Στα έργα του αυτή η δεύτερη πραγματικότητα δεν παρουσιάζεται σαν δυνατότητα υποβολής του υπερβατικού, κατά τη μεσαιωνική αντίληψη, ούτε σαν προοπτικά οργανωμένο σύνολο, κατά την αναγεννησιακή άποψη. Είναι, θα έλεγε κανείς, μια «αυθαίρετα» μορφοποιημένη «παράφωνη συμφωνία» αόρατων μέχρι πριν από λίγο, ασταμάτητα κινούμενων δυνάμεων, που καθώς βρίσκονται πέρα από κάθε φυσικό περιορισμό και λογικό έλεγχο συνιστούν μια απειλή απροσδιόριστου μεγέθους. Η απόπειρα αποτύπωσής τους σφραγίζεται από την προοδευτικά αυξανόμενη αγωνία του καλλιτέχνη, που εδώ έχει επιλέξει το δρόμο της αφαίρεσης. Γιατί ξέρει πως η κίνηση καθεαυτή είναι κάτι αφηρημένο και μπορεί να συγκεκριμενοποιηθεί μόνο μέσω της κινούμενης φόρμας, που τελικά δίνει την εντύπωση του διαρκούς γίγνεσθαι, της αέναης μεταβολής.
Η αντίθεση που σφυρηλατείται στα έργα του Χατζάκη είναι συγκλονιστική. Από τη μια ο άνθρωπος «ωραίος κάλλει», οι Μάρτυρες που τυπολογικά συγγενεύουν με τις μορφές των αγίων από την προηγούμενη φάση της δουλειάς του· από την άλλη ο περίγυρός τους με τους παράγοντες που απεργάζονται την καταστροφή· ένας χώρος απ’ όπου έχουν εξοβελιστεί όλα τα παραστατικά στοιχεία· με χρώματα συγκρουόμενα μέσα σ’ ένα τρελό παιχνίδι αλληλοδιάβρωσης, σ’ έναν εφιάλτη εκρήξεων ηφαιστείων και πυρηνικών όπλων· με φόρμες αιχμηρές ή πρωτεϊκά μορφώματα που κατατρώγουν τα νεανικά κορμιά και στιγματίζουν τα αγνά πρόσωπα· με γραμμές που αυλακώνουν βίαια το ζωγραφικό πεδίο και επιτείνουν το ήδη διαμορφωμένο κλίμα άγχους και ανασφάλειας, τη διάθεση φυγής έξω από τα φυσικά όρια του πίνακα και την αίσθηση φθοράς. Στην εικόνα που μένει η εξπρεσιονιστική ένταση συνδυάζεται με την καθολικότητα της αφαίρεσης.
Οι πίνακες του Χατζάκη μας αφήνουν την πικρή γεύση μιας μάταιης διαδρομής και μιας οδυνηρής κατάληξης. Μας δίνουν ωστόσο την ανακούφιση πως τουλάχιστο κάποιοι ανάμεσά μας δεν μένουν ανύποπτοι για την απώλεια του κέντρου βάρους καθώς πορευόμαστε προς το τέλος του αιώνα.Άλκης Χαραλαμπίδης
Σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσης που έγινε στην αίθουσα τέχνης Υάκινθος το 1983 -
Νίκος Γρηγοράκης
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗΧρόνια τώρα προσπαθώ να εντρυφήσω στα μυστικά της τέχνης και να αποκρυπτογραφήσω την εικαστική γλώσσα. Ο αισθητικός ή ο ιστορικός της τέχνης δέχεται μια πρόσκληση και μια πρόκληση κάθε φορά που του ζητείται να αναλύσει ένα έργο τέχνης, τα σημεία αναφοράς του, η τοποθέτησή του, η αξιολόγησή του μέσα από ένα κώδικα «σημείων» όπως είναι το σχέδιο, η σύνθεση, το χρώμα, η φόρμα, το περιεχόμενο, όλα αυτά δηλαδή τα επίκτητα στοιχεία που απαιτούν μακρόχρονη άσκηση και παιδεία, και τα οποία βεβαίως για να γίνουν «τέχνη» προϋποθέτουν το ταλέντο.
Φανταστείτε την απορία και την έκπληξη του μελετητή που, αντιμέτωπος μ’ ένα εικαστικό έργο μεστό και ολοκληρωμένο, ανακαλύπτει πως δεν το βαρύνει καμιά ακαδημαϊκή θητεία και πως η αμεσότητα της επικοινωνίας του μ’ αυτό, η ακτινοβολία που εκπέμπει δεν οφείλονται σε επίκτητες λειτουργίες, αλλά σε μια καθαρά πρωτογενή λειτουργία ανθρώπου αυτοδίδακτου-τότε τα πράγματα μπερδεύονται περισσότερο. Γιατί φτάνει στο σημείο ν’ αμφισβητήσει την ιδιαιτερότητα της επίκτητης γνώσης αφού η εξαίρεση επαληθεύει για μια ακόμη φορά πως ο καλλιτέχνης δεν γίνεται αλλά γεννιέται.
Μια τέτοια περίπτωση είναι και ο Γιώργος Χατζάκης που δουλεύει σιωπηλά, «εκτός των τειχών». Χωρίς να έχει κάνει σπουδές ζωγραφικής, αλλά χωρίς ν’ ανήκει στους «ναϊφ» ή στους «πριμητίφ» ζωγράφους μας δίνει έναν προβληματισμό κι ένα αποτέλεσμα που θα το ζήλευαν ακόμη και σπουδασμένοι συνάδελφοί του.
Ο Χατζάκης φαίνεται να έχει εκείνη την «ευλογία» που μετατρέπει τη λάσπη σε πηλό· φαίνεται να κουβαλάει σπέρματα από τη ζωγραφική της παλιάς Κρητικής αγιογραφικής σχολής, μια και οι ρίζες του είναι Κρητικές.
Η ζωγραφική του, ενώ ξεκινάει με τοπία (1965), γίνεται σύντομα ανθρωποκεντρική. Η ανθρώπινη μορφή -καθοριστικό στοιχείο της αρχαίας ελληνικής τέχνης και μεταρσιωμένη αργότερα στη βυζαντινή τέχνη μέσα από μια υπερβατική ατμόσφαιρα- θ’ αποτελέσει το βιωματικό στοιχείο που θα οριοθετήσει την πρώτη σειρά των έργων του της περιόδου 1979-1981, την οποία χαρακτηρίζουμε με τον γενικό τίτλο «Αγιογραφίες». Άγγελοι, εξανθρωπισμένες μορφές αγίων, ηρωοποιημένες μορφές της αρχαιότητας και της αναγέννησης σε μια ατμόσφαιρα που παραπέμπει στην ορφική μύηση και την ιερατική μυσταγωγία, πρωταγωνιστούν σ’ αυτή τη φάση της δουλειάς του. Παράλληλα, η τυχαία επαφή με τη ζωγραφική του Γιάννη Σπυρόπουλου, που τον συγκλονίζει από την πρώτη στιγμή, του «λύνει» τα χέρια. Ο Σπυρόπουλος τον ενθαρρύνει να συνεχίσει και υποσυνείδητα τον καθοδηγεί, για να φτάσει στο σημερινό αποτέλεσμα της δουλειάς του τους «Μάρτυρες».
Τα πρόσωπα αυτά, «σύγχρονοι ήρωες», αιχμαλωτίζουν από την πρώτη στιγμή τον θεατή, επιβάλλοντας άλλοτε μια κατανυκτική ατμόσφαιρα που αποπνέει αγιοσύνη και άλλοτε μια έκσταση που απορρέει από την ένταση που αναβλύζει από τις ηρωικές μορφές. Ξεπροβάλλουν μέσα από την αχλύ μιας χρονολογικά απροσδιόριστης και συγκεχυμένης ιστορικής περιόδου, ανθρωπόμορφες μαρτυρίες, ξεθωριασμένες από το χρόνο και τη διάβρωση του περιβάλλοντος και «καλλιγραφημένες» μέσα από μια εξπρεσσιονιστική γραφή μ’ ένα τελείως προσωπικό ύφος.
Απαλλαγμένος από το άγχος που επιβάλλουν οι κανόνες της ακαδημαϊκής παιδείας, φθάνει γρήγορα σ’ ένα αποτέλεσμα αξιοθαύμαστο, μια ζωγραφική που τα πρώτα της συμπτώματα είναι η ειλικρίνεια και η γνησιότητα.
Αυτό το έργο, που παρουσιάζει στην Αθήνα για πρώτη φορά σε ατομική έκθεση, η Αίθουσα Τέχνης Υάκινθος, μας υπόσχεται πολλά.Νίκος Γρηγοράκης
Σημείωμα στον κατάλογο της έκθεσης που έγινε στην αίθουσα τέχνης Υάκινθος το 1983
Κηφισιά, Οκτώβρης 1983 -
Γιώργος Καραβασίλης
Όταν ένας αιρετικός στις κατακόμβες…Ένας γνήσιος, άδολος, αλλά και δαιμονικός αιρετικός ζωγράφος είναι ο Γιώργος Χατζάκης. Αλλά ποιο είναι το βασικό χαρακτηριστικό της αίρεσής του κι από πού πηγάζει; Ο Χατζάκης γέννημα Κρητικό που η ζωή τον ανάγκασε να περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του στη βόρεια Ελλάδα (ίσως κι αυτή η μετοίκηση να συνετέλεσε στον καθορισμό του στίγματός του) κουβαλάει μέσα του την ξακουστή κρητική αγιογραφία -σαν αφετηρία όμως, σαν προκαταρκτικό περίγραμμα της τέχνης του. Αλλά όπως σε κάποιες εκκλησιές κάπως απόμακρες και σε ξωκλήσια σκόρπια σε φαράγγια, δάση και σπηλιές συναντάμε αναπάντεχα το αιρετικό χέρι του αγιογράφου που ανήσυχο θέλει να συνταιριάξει την ορθόδοξη πίστη με τα μυστικιστικά ρεύματα της ανατολής ή να αναβιώσει μέσα από κείνην παμπάλαιες παγανιστικές λατρείες ή ακόμα ν’ αποτυπώσει στα πρόσωπα των αγίων τη δική του άποψη παραπλανώντας με γνώση και σιγουριά τους πιστούς, έτσι κι ο Χατζάκης «ξεγελάει» τον αμάθητο με τρόπο θαυμαστό.
Στις σκληρές, αυστηρές μορφές με τα φωτοστέφανα και τις φτερούγες που ζωγραφίζει τώρα, δεν μιλάει ο χριστιανισμός· το άλγος που κατά κύματα μαστιγώνει τα πρόσωπά του δεν δηλώνει κάποιο στάδιο δοκιμασίας που να αναζητεί τη λύτρωση. Εδώ μιλάμε για την οδυνηρότατη κατάβαση στους χώρους του συλλογικού ασυνείδητου, που κάποτε-κάποτε μερικούς από μας, μας επισκέπτεται στα όνειρά μας, όπου τα χρώματα περνούν απ’ το χειρουργικό κόκκινο στο χωμάτινο καφέ, από το κίτρινο του άπεφθου χρυσού στο φωτεινό πράσινο της παγίδευσης.
Μέσ’ απ’ το χώνεμα αυτών των χρωμάτων και των παραλλαγών τους αναδύονται ή χάνονται αχνές και αδρές μορφές της ανθρώπινης ψυχής, φιγούρες που αναζητούν αγωνιωδώς την υπαρξιακή τους υπόσταση και την πληρότητα καθώς ήδη έχουν αλλοτριωθεί από το κέλυφος της καθημερινότητας. Τα πρόσωπα αυτά, κατάστικτα από εσωτερικά και εξωτερικά χτυπήματα, πολλές φορές μοιάζουν αυτοβιαζόμενα, δεν αποζητούν την εξαϋλωση ή τον εξαγιασμό, αλλά ακριβώς το αντίθετο, τη γνώση της χωμάτινης ζωής τους μες στα εκατομμύρια χρόνια που έζησαν και που προσπαθούν να βρουν τι έχουν κληρονομήσει για να επανέλθουν κάποτε ακέραια στην επιφάνεια. Ο αγώνας τους ξεχύνεται απ’ τα μάτια τους, κάθε ίντσα του κορμιού τους κι η πιο ήρεμη μαζεύει κι εκτοξεύει το παίδευμα και την τυραννία για την καταβύθιση και την ανακάλυψη του αληθινού προσώπου. Μια ιλιγγιώδης κατάβαση που κλείνει μέσα της το καλό και το κακό και που επιζητεί συνεχώς να ξεπερνά και το καλό και το κακό, όπου η ζωή κι ο θάνατος είναι το ένα και το αυτό.
Πέραν αυτών, ο Χατζάκης που η έκθεσή του πέρασε σχεδόν απαρατήρητη από τη δημοσιότητα, θα μπορούσε να πει κανείς πως δίνει μια άλλη δύναμη στην αγιογραφία, πως ασκεί τη δική του δημιουργική μες απ’ τη ζωγραφική του κριτική γι’ αυτή την ένδοξη Βυζαντινή τέχνη κι ας μου επιτραπεί να τον παρομοιάσω – έτσι το φαντάζομαι γιατί δεν το ‘χω δει πουθενά- σαν τον πονηρό κι ιδιοφυή αιρετικό καλλιτέχνη που δεν βρήκε καλύτερο τόπο εργασίας από τις Χριστιανικές κατακόμβες των πρώτων μετά Χριστόν αιώνων, όπου μεσ’ από τις αγιογραφίες που ήταν υποχρεωμένος να ζωγραφίζει πέρναγε τον δικό του,-γιατί όχι με τα τότε και τα ακόμα και τώρα δεδομένα -, «βλάσφημο», ηφαιστειακό του κόσμο.Γιώργος Καραβασίλης
Ποιητής
Περιοδικό «το Δέντρο» τ. 4-5 Ιανουάριος-Μάρτιος 1984 -
Αθηνά Σχινά
Ένας τρόπος προσπέλασης σε μια εικαστική μαρτυρίαΓια τον βαθμό και τον τρόπο ανάγνωσης και δημιουργικής υπέρβασης ορισμένων παραδοσιακών προτύπων, έχουν γραφεί κατά καιρούς πολλά. Σήμερα το ζήτημα επικεντρώνεται στο μέτρο που αυτό το λεξιλόγιο, στοιχειακά αποδομημένο κι ανασυγκροτημένο, ενδέχεται να συναρτήσει δρόμους εκφοράς προσωπικών καταθέσεων και δημιουργικής προτροπής, προκειμένου αυτοί οι δρόμοι να οδηγήσουν τον καλλιτέχνη μέσα από μια λειτουργική συνάφεια να μορφώσει τύπους διασυνδεομένων συνειρμών, επαναπροσδιορίζοντας τους νέους κώδικες σημάνσεων του καλλιτεχνικού έργου.
Το θεματολόγιο του Γ. Χατζάκη περιλαμβάνει πρόσωπα και τοπία, που φέρουν έκτυπες τις μαρτυρίες μιας περιπέτειας, μιας φθοράς κι εξαλλαγής, ενός πολύμοχθου βασάνου.
Ιδιαίτερα τα πρόσωπά του, ταυτοσημαίνονται ως αγιοποιημένες μαρτυρικές μορφές, από τον τρόπο της μορφοπλαστικής τους διαπραγμάτευσης. Ο πόνος σ’ αυτά δεν έχει απλώς προσγραφεί με τα εξπρεσιονιστικά του χαρακτηριστικά, έχει στοιχειοθετηθεί με σχέσεις αναφοράς σε κάποια παραδοσιακά βυζαντινά πρότυπα. Οι μορφές συνθετικά έκκεντρα προβεβλημένες, συνείρουν τρόπους ανάδυσης από το φόντο τους, τόσο της Κρητικής μεταβυζαντινής αγιογραφίας, όσο των Καράτσι και Καραβάτζιο. Οι χρωματικοί τόνοι του φόντου (σιέννες, όμπρες, ώχρες) με τον σπατουλαρισμένα επιπεδικό τρόπο της πινελιάς, φορτίζουν βιωματικά αυτά τα πρότυπα που τείνουν εκφραστικά να μνημειώσουν τα μαρτύριά τους οριοθετώντας τον ζωτικό τους χώρο.
Οι μορφές αναδύονται μέσα από το βάθος του πίνακα το οποίο συνεχώς τις επανατροφοδοτεί δυναμικά, προκειμένου ο καλλιτέχνης να διακριβώσει τις σχέσεις ανάμεσα στο αποκαλυπτόμενο στιγμιαίο γεγονός και στην χρονική υπέρβασή του. Έτσι ο χώρος που ενεργητικά υποβάλλει αυτή την μορφοδοτική δυνατότητα υπαλλάσσεται με τον χρόνο. Ένα χρόνο συναίρεσης παραδοσιακών μορφωμάτων που υποσυνείδητα διαλανθάνει, αλλά πάντα υποφώσκει τροφοδοτώντας με συνειρμούς πιστομένων πράξεων και μαρτυρημένων καταθέσεων αυτές τις μεγαλόπρεπα τραγικές φιγούρες, που υποβάλλουν τον θεατή.
Έτσι ο αφαιρετικά εξπρεσιονιστικός τρόπος που επιλέγει ο Χατζάκης προκειμένου να συνοψίσει τις περιφερικές φορτίσεις και να φυγοκεντρίσει το πάθος και την ένταση των μορφών με αμεσότητα κι ενάργεια, είναι ένας τρόπος με τον οποίο εκφράζει τα ελεγχόμενα συναισθήματά του μέσα από τα οποία οργανώνει την προβληματική του στοχασμού του.
Το διώνυμο μορφής-δομής αντιστοιχεί στην πλαστικότητα των χρωματικών αντιστίξεων και των συμμετριών των επιπέδων της σύνθεσης. Η τελευταία ακολουθεί αφηγηματικά την διαγώνια ή κατακόρυφη διάρθρωση διαπλέκοντας τα επίπεδα βάθους και επιφανείας.
Οι μάρτυρες-θύματα που δρασκελίζουν την ιστορία και τον μύθο, θυμίζοντας τρώσεις ψυχών και σωμάτων, προφητικά προκαλούν ερωτήματα γύρω από την πανανθρώπινη μοίρα της απώλειας, η οποία συνειδητά στελεχώνει τις παραμέτρους ενός ευρύτερου κέρδους της επίγνωσης της μνημικής λειτουργίας.
Στα τοπία του Γ. Χατζάκη συναντά κανείς παρεμφερείς διαπραγματεύσεις σχετικά με τον χώρο του. Μέσα από μια καθολικότερα σκοτεινή επιφάνεια, στην οποία υποπτεύεται ο θεατής αναμοχλεύσεις και ζυμώσεις της μορφοχρωματικής ύλης, ο χώρος διαστέλλεται με εκρηκτική λαμπρότητα προκειμένου να εκφράσει φασματικά μια «εν γενέσει» λειτουργία. Πρόκειται για την λειτουργία της αποδόμησης κι ανασυγκρότησης της χρωματικής μάζας, η οποία διαμορφώνει τις προϋποθέσεις της δημιουργικής αποκάλυψης και προβολικής λειτουργίας της συμπεριφοράς της φόρμας. Μιας φόρμας που την υποψιάζεται να γεννιέται διαλυόμενη και μεταστοιχειωμένη, με ανοιχτές τις διασυνδέσεις για τις νέες μορφοτροπικές φορτίσεις των συνειρμών.Αθηνά Σχινά
Από τον κατάλογο της έκθεσης στη γκαλερί Αντήνωρ το 1985 -
Βιβή Βασιλοπούλου
Γιώργος ΧατζάκηςΤο έργο του Γιώργου Χατζάκη, τουλάχιστον όπως το είδαμε πρόσφατα στη γκαλερί Αντήνωρ είναι ανθρωποκεντρικό. Η ανθρώπινη μορφή κυριαρχεί στη θεματογραφία του και το στοιχείο αυτό υπερέχει αριθμητικά σε σχέση με το υπόλοιπο έργο.
Στα τοπία, δοσμένα με τα ίδια χρώματα και την ίδια εξπρεσσιονιστική γραφή παρατηρούμε κάποια έλλειψη που δεν μπορεί να είναι άσχετη, με την απουσία της ανθρώπινης μορφής τόσο έντονης στα άλλα του έργα όπου η σχέση των μορφοπλαστικών στοιχείων μεταξύ τους, η αποσπασματικοποίηση των μορφών και η διακριτική παρουσία των άϋλων δυνάμεων συνθέτουν έναν υπερβατικό χώρο. Εδώ ο καλλιτέχνης εκφράζεται μέσα από συλλογικά ή ατομικά βιώματα, τη μνήμη, την ιστορία, τη θρησκεία, τον πόνο και τη μοναξιά, ενώ ο θεατής δεν δυσκολεύεται να αναγνωρίσει και ορισμένα πρότυπα : οι μορφές αναδύονται από το φόντο του πίνακα και ξαναβυθίζονται σ’ αυτό ενώ το Βυζάντιο και οι άγγελοί του « παρακολουθούν» άγρυπνα. Κάποτε οι άγιοι «δανείζουν» και το φωτοστέφανό τους για να ταυτιστούν τελείως με τον άνθρωπο. Το δραματικό στοιχείο τονίζεται ιδιαίτερα στο ήθος των νέων μαρτύρων των κάθε λογής διωγμών.
Η θεματική «στενότητα» δεν εμποδίζει την ανανέωση, στην προσέγγιση του ίδιου θέματος που προέρχεται από μια εσωτερική διεργασία και την πολυσημία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ομοιότητα που υπάρχει είναι φαινομενική : Οι μορφές δεν είναι ίδιες αλλά συναιρούνται σε μία : Τον Άνθρωπο – ο Γιώργος Χατζάκης ξεπερνάει τη σάρκα, τη φυλακή του πνεύματος και στοχεύει στην ψυχή.
Σε μια προσπάθεια διείσδυσης στο βάθος του ανθρώπινου δράματος κοιτάζει κατάματα τους μάρτυρές του προκαλώντας και τα δικά τους βλέμματα. Ο Γ.Χ. εικονίζει τους αγγέλους τους με ζεστή ανθρώπινη ύλη και τους ανθρώπους του με πνεύμα και με φως.Βιβή Βασιλοπούλου
Από το περιοδικό ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ, τ. 42, 1985 -
Άλκης Χαραλαμπίδης
Το Έργο του Γιώργου ΧατζάκηΤα θέματα που μεταφέρει ο Μυταράς στα έργα του προέρχονται από την αρχαία ελληνική τέχνη. Ο Γ. Χατζάκης, χωρίς να βρίσκεται σε διαμετρικά αντίθετη θέση, αντλεί ιδέες και μορφικά ευρήματα από τον κόσμο των βυζαντινών και μεταβυζαντινών φορητών εικόνων και τοιχογραφιών. Τα ερεθίσματά του συνδέονται, ως ένα βαθμό, με την ατμόσφαιρα των παλιών εκκλησιών. Όμως η διαδικασία της φθοράς που υφίστανται οι μορφές του ξεκινά από καθαρά προσωπικά βιώματα. Τα κόκκινά του θυμίζουν ανοιχτές πληγές, τα κίτρινά του είναι αρρωστημένα, τα πράσινα υποτονικά. Οι «Άγιοι» σε μια πρώτη φάση και οι «Μάρτυρές» του (Πίν. 190.1-2) στη συνέχεια, συχνά με φτερά στους ώμους, με δόρυ στο χέρι και φωτοστέφανο στο κεφάλι, είναι μορφές μνημειακές που μαρτυρούν τη αληθεία αλλά ταυτόχρονα και βασανίζονται· πιστεύουν και σκέφτονται. Τα πρόσωπά τους είναι περίλυπα, καμιά φορά από αξιοπρέπεια αγριεμένα. Όπως γράφει ο Γιάννης Ρίτσος «δεν ξέρεις αν είναι αρχαίοι άγιοι του Χριστιανισμού ή σύγχρονοι άγιοι, εργάτες και αγρότες, μαρτυρικοί και οργισμένοι, των μεγάλων και καθημερινών απελευθερωτικών αγώνων». Ο περίγυρός τους είναι χώρος αφηρημένος, που όμως κάθε άλλο παρά υποβάλλει την αίσθηση της μακαριότητας του θείου. Έχει μεταβληθεί σ’ ένα πεδίο συγκρούσεων, εκρήξεων, φθοροποιού αγωνίας, όπου η εξπρεσιονιστική ένταση συνδυάζεται με την καθολικότητα της αφαίρεσης.
Άλκης Χαραλαμπίδης
Καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Αρχαιοελληνικά Θέματα στη Σύγχρονη Ελληνική Ζωγραφική
ΑΜΗΤΟΣ
Τιμητικός τόμος για τον Μανόλη Ανδρόνικο, τ. β σελ. 939
Έκδοση : Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης 1987 -
Μπία Παπαδοπούλου
Βυζαντινή τέχνη και παραστατικός εξπρεσιονισμόςΗ δουλειά του Γιώργου Χατζάκη που εκτίθεται στην γκαλερί Αντήνωρ μέχρι τις 26 Νοεμβρίου συνδυάζει, όπως και παλιά, στοιχεία απ’ τη βυζαντινή τέχνη και απ’ την ζωγραφική του παραστατικού εξπρεσιονισμού. Μια σειρά μικροδιάστατων έργων στέκουν τώρα σαν συνδετικός κρίκος των αναζητήσεων του καλλιτέχνη, σαν οδηγός απ’ το παρελθόν στο παρόν. Απεικονίζει ένα μόνο ανθρώπινο πρόσωπο περιτριγυρισμένο από χρυσό φόντο θυμίζοντας έτσι βυζαντινές εικόνες.
Απ’ αυτή τη σειρά πήγε ο Χατζάκης πιο πέρα. Στα πρόσφατα έργα του πρωτοστατούν δύο μορφές, ζωγραφισμένες εξπρεσιονιστικά, παραμορφωμένες, γεμάτες αγωνία, πίκρα και πόνο απ’ τη ζωή. Η μορφή ενός Αγίου με χρυσό φωτοστέφανο ή ενός αρχαίου ήρωα, αντιπαραθέτεται με το πρόσωπο του σύγχρονου άντρα. Εξαγιασμός και ταυτόχρονη προσωποποίηση του τελευταίου, όπως και ταύτιση του παλιού με τον σύγχρονο καθημερινό μάρτυρα. Ταξίδι μέσα στον χρόνο και υπαρξιακό δράμα για τις αξίες και τα πιστεύω μιας ιδανικότερης ζωής.
Μεταφυσική είναι η τέχνη του Χατζάκη. Σκούρα χρώματα που προμηνύουν θάνατο και το βυζαντινό χρυσό που στέκει σαν αιωνιότητα και άρα σαν σύμβολο παντοτινής ζωής. Κόκκινες γραμμές που ενώνουν τις φιγούρες μέσα στον ίδιο πίνακα, που φέρνουν κοντά τις πεθαμένες με τις ζωντανές ψυχές.
Η χειρονομιακή γραφή, μια γραφή που η ματιέρα της θυμίζει τη ζωγραφική του Γιάννη Σπυρόπουλου, ελευθέρωσε την έκφραση και το βαθύτερο «είναι» του καλλιτέχνη. Η ίδια αυτή γραφή δείχνει τους βαθύτερους στοχασμούς του, την προσωπική του φοβία και αγωνία για τον σύγχρονο κόσμο, ένα κόσμο γεμάτο εχθρικές απειλές.
Μέσα στη ιστορία της τέχνης, η αυτοπροσωπογραφία του ζωγράφου στο πρόσωπο του θεϊκού και πονεμένου, αδικημένου Χριστού αποτελεί φαινόμενο σύνηθες. Ο Χατζάκης δίχως ν’ ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο, έφτασε σ’ ένα πανομοιότυπο αποτέλεσμα. Θρησκευτικός μάρτυρας, μυθολογικός ή ηρωικός μαχητής βρίσκονται πάντα στο επίκεντρο του έργου του. Στο σύγχρονο πρόσωπο του άντρα υπάρχει αυτοπροβολή, αυτοπροβολή αισθήσεων, συναισθημάτων, συνείδησης και αξιών του ίδιου του καλλιτέχνη. Υπάρχει και μια πρόκληση στον θεατή. Πρόκληση να αναρωτηθεί για τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, και πρόκληση για αυτοσυγκέντρωση όπως και πρόταση για ένα ταξίδι διαχρονικό, για μια απέραντη και γνήσια εξαγιασμένη φυγή.Μπία Παπαδοπούλου
(από τη στήλη Εικαστικά της εφημερίδας Ακρόπολις, 20 Νοεμβρίου 1988) -
Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗΟ Χατζάκης συνεχίζει την περιπλάνησή του στον κόσμο των μορφών και το διάλογό του με το παρόν και τους μύθους του παρελθόντος. Δεν πρόκειται για ζωγραφική διακοσμητική, αλλά για εικονογραφία της σκέψης ενός δημιουργού που ακατάπαυστα σκέφτεται και μορφοποιεί τους στοχασμούς του.
Από τα πρώτα του έργα ως τα τελευταία, διακρίνεται η πορεία ενός μοναχικού ανθρώπου που βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στη γνώση και στον πόνο. Μετά τις πρώτες σπαραχτικές καταγραφές της πραγματικότητας –ανθρώπων και τοπίου- αρχίζει το διάλογο με τους ήρωες του θρησκευτικού μύθου –αγίους, αγγέλους, μάρτυρες- που αν και κρατούν ακόμη τα παλιά διακριτικά της εξουσίας τους, είναι ωστόσο «νεκροί» και δεν μπορούν να απαντήσουν στην απορία και την κραυγή του πόνου, ούτε να ελαφρύνουν τα ανθρώπινα πάθη. Η φθορά των συμβόλων και ο χαμός της ομορφιάς, της νιότης και της ζωής, οδηγούν στη βαθιά απόγνωση.
Ο εφιάλτης ενός πυρηνικού πολέμου με τις τρομαχτικές του συνέπειες, οι πόλεμοι, ο θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων κάθε χρόνο από την πείνα, η καταστροφή του περιβάλλοντος, προαναγγέλλουν ένα μέλλον δυσοίωνο και φέρνουν σε απόγνωση το σημερινό άνθρωπο που νιώθει ανασφαλής όσο ποτέ άλλοτε κυνηγώντας αυτό το <<άλλοτε>>· ο δημιουργός πραγματοποιεί με την τελευταία δουλειά του, ένα φανταστικό ταξίδι στο χρόνο και στρέφεται στο παρελθόν, τότε που ακόμα δεν διαφαίνονταν οι σημερινοί τρομαχτικοί κίνδυνοι. Εκεί συναντά τις ωραίες μορφές των αρχαίων αναγλύφων και των θρησκευτικών ηρώων.
Έτσι, αρχαίοι ήρωες, βυζαντινοί άγιοι και άγγελοι, συνυπάρχουν σ’ ένα σχήμα αντιπαράθεσης με σύγχρονα πρόσωπα· νιώθεις μια σχέση διαλεκτική και αμφίδρομη, μια αλληλεπίδραση και αλληλοφόρτιση. Το παράλογο παιχνίδι της ζωής και του θανάτου παίζεται σ’ ένα χώρο σκοτεινό, αδιάγνωστο και ανησυχητικό, με ανεξακρίβωτα σχήματα ή σύμβολα, γράμματα ή αριθμούς, που κρατούν το μυστικό τους νόημα. Οι λίγες κόκκινες γραμμές που χαράζουν τα μουντά χρώματα ή περιβάλλουν σαν πλαίσιο τις συνθέσεις, μπορεί να είναι η ζωή ή το τίμημά της, το αίμα του μαρτυρίου. Ο κατακερματισμός και η φθορά στα πρόσωπα του σύγχρονου δράματος, μαρτυρούν την ένταση των συναισθημάτων και την υλική και πνευματική διάβρωση. Κάποτε ο περιβάλλων χώρος –όχι η μορφή- μόνον αυτός μεταβάλλεται. Το ακαθόριστο και ακατάληπτο γίνεται υπερχρονικό και άφθαρτο με τη χρήση του χρυσού, που κρατά κι εδώ όλη τη λειτουργικότητα που έχει κερδίσει ως σύμβολο του υπερβατικού και του αιώνιου, κυρίως στη βυζαντινή τέχνη. Ο σπαραγμός και η θυσία έχουν για αντίκρισμα την αιωνιότητα.
Σ’ αυτό το χώρο του σπαραγμού και της φθοράς που περιφέρεται κανείς σαν τον Οιδίποδα του αρχαίου μύθου και της τραγωδίας, έκπληκτος και διαποτισμένος από τη γεύση της καταστροφής και τη σκιά του θανάτου, απουσιάζει η γυναικεία μορφή. Δεν έχει θέση η γυναικεία παρουσία που από τη φύση της είναι κατάφαση στη ζωή, γιατί είναι ο φορέας της ζωής.
Στα έργα της τέχνης ενυπάρχουν τα όνειρα, οι πράξεις, οι επιθυμίες, οι αγώνες των ανθρώπων. Το πάθος του Χατζάκη για τον άνθρωπο εκφράζεται με την επιμονή του στην πολλαπλή ανάγνωση της ανθρώπινης μορφής και στην καταγραφή των δυνάμεων που απειλούν το ύψιστο αγαθό, τη ζωή. Και για να γίνει πιο κατανοητός και πιο πειστικός χρησιμοποιεί το μύθο που είναι έκφραση της συλλογικής μνήμης και αποτελεί έναν ελλειπτικό κώδικα επικοινωνίας. Έτσι η μνήμη τρέφει γόνιμα την έμπνευση και ορθώνεται ενάντια στη λήθη.Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
Λέκτωρ Ιστορίας της Τέχνης του
Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Από τον κατάλογο της έκθεσης στη γκαλλερί Αντήνωρ το 1988 -
Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΓΙΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗΕίναι δύσκολο και επικίνδυνο συγχρόνως να επιχειρεί ο ιστορικός της τέχνης τη μεταγραφή αρχών του οπτικού κώδικα σε γραπτό λόγο. Γιατί, καθώς η ζωγραφική είναι ενστικτώδης ενέργεια και η ερμηνεία των ενστίκτων είναι προβληματική, η συζήτηση για τη ζωγραφική καταλήγει σε αδιέξοδο. Ο Marcel Duchamp υπογραμμίζει : «Στη δημιουργική του δραστηριότητα ο καλλιτέχνης προχωράει από την πρόθεση στην πραγματοποίηση με μια αλυσίδα από εντελώς υποκειμενικές αντιδράσεις. Ο αγώνας του για την πραγματοποίηση του έργου είναι μια σειρά από προσπάθειες, πόνους, ικανοποιήσεις, απορρίψεις, αποφάσεις, οι οποίες δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι τελείως συνειδητές, τουλάχιστον στο αισθητικό επίπεδο… Όταν δουλεύει, όλες του οι αποφάσεις στηρίζονται αποκλειστικά στη διαίσθηση και δε γίνεται να μεταφερθούν σε μια προφορική ή γραπτή ψυχανάλυση, δε γίνεται καν να υπάρξουν στη σκέψη του…» (αναφέρεται στο βιβλίο του David Silvester (μτφρ. Σπ. Παντελάκης), Η ωμότητα των πραγμάτων-Συζητήσεις με τον Francis Bacon, εκδ. Άγρα, Αθήνα 1988 σ. 104-105).
Παρόλες όμως τις αναστολές, επειδή ο λόγος, γραπτός ή προφορικός, έχει καθιερωθεί ως ο συνηθέστερος κώδικας επικοινωνίας, θα τολμήσω και πάλι να εκφραστώ με λέξεις για τις εικόνες του Χατζάκη, αφού προηγουμένως επισημάνω δύο στοιχεία.
Το πρώτο σχετίζεται με το πρόβλημα της ερμηνείας των έργων που πηγάζει από τις εξαιρετικά πολύπλοκες διεργασίες παραγωγής τους : «Το έργο τέχνης δεν είναι καθρέφτης που αντανακλά την πραγματικότητα. Είναι μια κατασκευή που χρησιμοποιεί σημαίνοντα στοιχεία από την πραγματικότητα έτσι ώστε η σύνθεσή τους να παραπέμπει σε αναγνωρίσιμους κώδικες επικοινωνίας. Η σημερινή προσέγγιση του έργου τέχνης μέσα από την οπτική της ψυχανάλυσης, της σημειολογίας και της κοινωνιολογίας αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των καλλιτεχνικών κωδίκων και επιτρέπει την ανάγνωση των στοιχείων που συνθέτουν ένα έργο, ως πολύ περισσότερο από το άθροισμά τους» (Χρ. Ιγγλέση-Έφη Αβδελά, ‘’Φεμινιστικές προσεγγίσεις στην Ιστορία της Τέχνης’’, περ. Δίνη, 5, 1989, σ.75. Ο ορισμός είναι της Elaine Showalter, ‘’Feminist Criticism, Randam Hall and Cousor, Νέα Υόρκη 1985).
Το δεύτερο στοιχείο που σημαδεύει τη συγγραφή αυτού του σημειώματος είναι η ζωγραφική και οι σκέψεις του πρόσφατα χαμένου Francis Bacon, οι οποίες σημασιοδοτούν το διάλογό μου με τα έργα του Γιώργου Χατζάκη.
Συχνά ανακαλύπτω με έκπληξη ότι απόψεις του Bacon, ίσως εξαιτίας μιας εκλεκτικής συγγένειας, σχολιάζουν με τον καταλληλότερο τρόπο τη ζωγραφική του Χατζάκη: Αν αγαπάς πολύ τη ζωή, τότε η σκιά της, δηλ. ο θάνατος, σε ακολουθεί πάντα. Δεν είναι παρά η αντίθετη πλευρά του νομίσματος» (David Silvester,ό.π., σ. 78. σχετικά με τον Bacon βλ. επίσης ‘’Ένας δημιουργός εικόνων-Φράνσις Μπέικον’’, Ο ιός της Κυριακής στο Ε της Ελευθεροτυπίας, 17 Μαϊου’92). Η εμμονή του Χατζάκη στη ζωή εκφράζεται με την κυρίαρχη παρουσία στο έργο του της ανθρώπινης μορφής. Κατά καιρούς, βέβαια, πειραματίζεται σε ένα ιδιόμορφο είδος τοπιογραφίας που και αυτό όμως αντανακλά, έστω και αρνητικά την ανθρώπινη παρουσία.
Η εικονογραφική αφετηρία της ζωγραφικής του Χατζάκη ανιχνεύεται στην τέχνη του παρελθόντος, σε επιτύμβια ανάγλυφα της κλασικής Αρχαιότητας, σε μεγάλες θρησκευτικές συνθέσεις του Βυζαντίου και των χρόνων της Τουρκοκρατίας, αλλά η μεταγραφή τους από τον καλλιτέχνη δημιουργεί νέες εικόνες που δεν έχουν παρά δυσδιάκριτη σχέση με τα αρχικά τους πρότυπα. Αρχαίοι ήρωες και βυζαντινοί άγιοι συνυπάρχουν με σύγχρονους αγωνιστές άφθαστων ιδανικών και όλοι μαζί, με τα διάσημα της υπερκόσμιας ομορφιάς τους, της αγιοσύνης και του μαρτυρίου τους, απαρτίζουν έναν τραγικό χορό μαρτύρων των οποίων η θυσία δεν άλλαξε τη μοίρα του κόσμου.
Αν ο καλλιτέχνης χρησιμοποιεί γνωστούς εικονογραφικούς κώδικες είναι γιατί με τη βοήθεια της ιστορικής και αισθητικής μνήμης αναπτύσσει πολυσήμαντους μηχανισμούς καταγραφής των προσωπικών του βιωμάτων και σχολιασμού της σύγχρονης πραγματικότητας. Συνηθίζει να δουλεύει σε σειρές – Κορμοί, Αγιογραφίες, Νεομάρτυρες – γιατί είναι δύσκολο να συμπυκνώσει σε μια και μόνο εικόνα όλες τις εικόνες που θέλει να φτιάξει· έτσι η μια εικόνα δίπλα στην άλλη εκφράζει πληρέστερα ό,τι επιδιώκει.
Στην τελευταία του σειρά, που ο ίδιος ονομάζει Ανθρωπο-γραφίες εφαρμόζει μια ιδιότυπη τεχνική, η οποία συνίσταται στην αποτύπωση μορφών πάνω στο μουσαμά όταν αυτός πιέζεται πάνω σε ανάγλυφη πλάκα όπου υπάρχουν έκτυπες οι μορφές. Η αίσθηση του αντίστροφου αυτού ‘’χαρακτικού’’ ενισχύεται από την κυρίαρχη αντίθεση άσπρου-μαύρου.
Το σύνολο των τυπολογικών και μορφολογικών στοιχείων του πίνακα επιδέχεται και μια δεύτερη ανάγνωση, με έντονα συμβολικό χαρακτήρα. Οι ανθρώπινες μορφές που συνωστίζονται σχεδόν πανομοιότυπες η μια δίπλα στην άλλη με την επανάληψή τους πείθουν για τη διάρκεια και τη επιβίωση του ανθρωπίνου γένους. Η απουσία όμως χρώματος είναι και η απουσία της χαράς, της ελπίδας, ενώ τα ελάχιστα κόκκινα λειτουργούν σαν αιμάτινες διαδρομές ζωής και θανάτου ταυτόχρονα. Η ζοφερή ατμόσφαιρα και η μετεωριζόμενη ανησυχία επιτείνεται από το πλαίσιο που όταν παραμένει λευκό συντελεί στο να αιωρείται αισθητικά η παράσταση στο κενό και όταν παίρνει το χρώμα του βαθυπράσινου ή μαύρου –ανάμνηση του κυπαρισσιού των νεκροταφείων- μεταβάλλεται σε σκιά θανάτου.
Ο πίνακας παίρνει τη μορφή παλίμψηστου, μιας παλιωμένης εικόνας που οι μεταγενέστεροι έξυσαν και ξαναχρησιμοποίησαν, αφήνοντας, πάνω στα παλιά, τα δικά τους μηνύματα. Πάνω στην επιφάνεια εμφανίζονται γράμματα που δε σχηματίζουν λέξεις, αποσπάσματα από κείμενα χωρίς νόημα, αριθμοί που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, γνώση χωρίς περιεχόμενο που καθιστά αδύνατη την επικοινωνία· τα βέλη κρατούν την αμφίσημη έννοια να κατευθύνουν και να πληγώνουν και οι κυματοειδείς γραμμές τέμνουν ή ενώνουν διαφορετικά στοιχεία. Το τυχαίο είναι αναπάντεχο αλλά και καθοριστικό, ενώ μια ακατανόητη και παράλογη δύναμη εξουσιάζει και κατευθύνει τον άνθρωπο πέρα από τη βούλησή του.
Τα στοιχεία, λοιπόν, που συνθέτουν τη ζωή: το τυχαίο, το παράλογο, η φθορά, συνιστούν το βασικό και θεμελιακό ζητούμενο της ζωγραφικής του Χατζάκη. Επιμένει ιδιαίτερα στη φθορά που παίρνει τη μορφή αναπότρεπτης μοίρας. Η φθορά της ζωγραφικής ύλης είναι η φθορά ιδανικών, η διάλυση αξιών και συμβόλων άλλων εποχών καταξιωμένων στη συνείδηση του καλλιτέχνη. Τώρα που η Ειρήνη, η Δικαιοσύνη και η Ελευθερία είναι λέξεις κενές και καταστροφές απρόβλεπτες από τα πυρηνικά όπλα και τη μόλυνση του περιβάλλοντος απειλούν εφιαλτικά τον άνθρωπο, ο Χατζάκης καταφεύγει σε άλλους κόσμους και εποχές όπου δεν υπήρχαν αυτοί οι κίνδυνοι και τους θεωρεί ως τον απολεσθέντα παράδεισο.
Στα τέλη του 20ου αι. ο καλλιτέχνης με το έργο του παίζει το ρόλο του πνευματικού διαμεσολαβητή, ο οποίος αναζητεί το δρόμο για την κάθαρση μέσα από τον λαβύρινθο που βρίσκεται πέραν του χρόνου και του χώρου τούτου. Και πάλι κατά τον Bacon, «δεν εικονογραφεί την πραγματικότητα, αλλά δημιουργεί εικόνες που είναι συμπύκνωση της πραγματικότητας και στενογράφημα της αίσθησης».Ιούνιος 1992
Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
Επ. καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης
Στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης
Από τον κατάλογο της έκθεσης που έγινε στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό κέντρο «ΩΡΑ» το 1992 -
Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
«ΕΠΑΛΛΗΛΗ ΓΡΑΦΗ» ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΧΑΤΖΑΚΗ
Όλο και πιο γυμνά
Όλο και πιο άναρθρα
Όχι πια φράσεις
Όχι πια λέξεις
Γραμμάτων σύμβολα
Αντί για την πόλη η πέτρα
Αντί για το σώμα το νύχι
Ακόμα πιο πολύ: μια αιμάτινη
Σκοτωμένη κηλίδα
Πάνω στο μικροσκόπιο.
(Μανώλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα 1941-1971)
Η τέχνη του Γιώργου Χατζάκη είναι ανθρωποκεντρική.
Στις σειρές του, από τους Κορμούς, τις Αγιογραφίες, τους Νεομάρτυρες, τις Ανθρωπο-γραφίες ως την πρόσφατη Επάλληλη γραφή, επιχειρείται με εικαστικά μέσα η σύνοψη των σκέψεών του για την τραγικότητα της ζωής. Αν συνηθίζει να δουλεύει σε σειρές ο Χατζάκης, είναι γιατί θεωρεί δύσκολο να συμπυκνώσει σε μία μόνον εικόνα όλες τις εικόνες που θέλει να φτιάξει· κι έτσι η μία εικόνα δίπλα στην άλλη εκφράζει πληρέστερα ό,τι θέλει να πει.
Κάθε πίνακας της Επάλληλης γραφής είναι η κατάθεση μιας απορίας για τα μεγάλα θέματα της ζωής και του θανάτου, ενός ερωτήματος χωρίς απάντηση. Στη ζωγραφική επιφάνεια συνωστίζονται πρόσωπα διαβρωμένα, με τονισμένα μάτια ή μάλλον τις κόγχες των ματιών, σε επάλληλες σειρές ή σκόρπια, σε διαφορετικές και ποικίλες κάθε φορά συνθέσεις που μαρτυρούν τον αγώνα του δημιουργού να πετύχει μυστικές ισορροπίες και αρμονία. Οι μορφές αποτελούν επανάληψη αρχετύπων, τα οποία η μνήμη ανακαλεί από το παρελθόν, αρχαίοι ήρωες, βυζαντινοί άγιοι, σύγχρονοι αγωνιστές. Κάποτε ένας κύκλος απομονώνει ή αναδεικνύει μια μορφή, ένα βέλος προσδιορίζει ή πληγώνει μια άλλη μορφή.
Στα κενά μεταξύ των προσώπων παρεμβάλλονται κείμενα αδιάγνωστα, επιγραφές διαφόρων χρονικών περιόδων, περίτεχνα αρχικά χειρογράφων, σκόρπια γράμματα, διάφοροι αριθμοί. Και καθώς αυτοί οι κώδικες επικοινωνίας είναι αποσπασματικοί και δεν εκπληρούν τον προορισμό τους, επιτείνεται η ατμόσφαιρα του ανοίκειου και αινιγματικού που δημιουργείται με τις σκαιές μορφές που αναδύονται από τα μουντά και θολά χρώματα του κάμπου. Συχνά και το σκούρο πλαίσιο, όταν υπάρχει για να ορίσει την παράσταση, διακόπτεται από κείμενα, μορφές ή τμήματα μορφών.
Αλλεπάλληλα σβησίματα και εκ νέου γραψίματα δίνουν στον πίνακα την υφή παλίμψηστου, αλλά και την κρυφή υπενθύμιση ότι τίποτα δεν είναι νέο και η υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπου είναι τόσο παλιά όσο και ο ίδιος ο άνθρωπος.
Η λειτουργία του χρώματος έχει ιδιαίτερη σημασία στους πίνακες του Γιώργου Χατζάκη. Αν τα καθαρά χρώματα εκφράζουν τη χαρά και την ευτυχία, εδώ τα χρώματα χαμηλών τόνων, γήινα, γκρίζα ή ρόδινα λερωμένα και μαύρα δηλώνουν την αγωνία, το αδιέξοδο, τη δυστυχία, το θάνατο. Σπάνια λίγο φωτεινό γαλάζιο ανοίγει μικρό παράθυρο ελπίδας. Οι ελάχιστες κόκκινες γραμμές, όταν παρουσιάζονται, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τα όρια της ζωής που, κατά τον Ακριθάκη, είναι μια απαγορευμένη ζώνη, στην οποία μπαίνουμε παρά την θέλησή μας και πάλι παρά τη θέλησή μας βγαίνουμε (Το Βήμα, 25/9/1994).
Είναι φανερό ότι ο Χατζάκης αντικρίζει με φόβο το μέλλον και ακουμπώντας με ασφάλεια στη συλλογική μνήμη, την οποία μεταπλάθει δημιουργικά, τονίζει με κάθε μέσο τα στοιχεία του παράλογου και του χάους, του τυχαίου και του ακατανόητου, της φθοράς αλλά και της επιμονής της ζωής.
Η ιδιότυπη τεχνική που εφαρμόζει με την αποτύπωση των μορφών στο μουσαμά, καθώς αυτός πιέζεται πάνω σε ανάγλυφη πλάκα με έκτυπες μορφές, έχει ιδεολογική προέλευση και εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο το στοχασμό του ζωγράφου, να δώσει με τη συμπίεση της ύλης την πυκνότητα των αισθημάτων.
Το επιγραμματικό αξίωμα, όπως το διατύπωσε πάλι ο Αλέξης Ακριθάκης στην τελευταία του συνέντευξη, ‘’η μόνη τροφή της τέχνης είναι η ίδια η ζωή’’, σφραγίζει και το έργο του Γιώργου Χατζάκη.
Το τυχαίο, το ακατανόητο, το παράλογο, η φθορά που συνθέτουν τη ζωή, αποτελούν τα θέματα της ζωγραφικής του. Η φθορά της ζωγραφικής είναι η ίδια η φθορά ιδανικών καταξιωμένων στη συνείδηση του καλλιτέχνη, ενώ απρόβλεπτες καταστροφές, απειλούν εφιαλτικά τον άνθρωπο, ο οποίος έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν ελέγχει πια ούτε τη μοίρα του κόσμου ούτε, φυσικά, και τη δική του. Ωστόσο με τη σοφία του πόνου και με το στοχασμό ο καλλιτέχνης καταθέτει το όραμά του ως μαρτυρία ζωής και καλεί σε διάλογο τους θεατές των εικόνων του.Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Από τον κατάλογο της έκθεσης στο Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Θεσσαλονίκης τον Δεκέμβριο του 1994 -
Φιλήμων Χατζής
«Η Επάλληλη γραφή» τελευταία δημιουργία του ζωγράφου Γ. Χατζάκη
Η Επάλληλη γραφή, τελευταία δημιουργία του Γιώργου Χατζάκη, που εκτίθεται στο Βαφοπούλειο, αποτελεί μία μορφή μετουσίωσης του ψυχικού κόσμου σε εικαστικό.
Βασισμένες στον ασταμάτητο αγώνα της αγάπης και της μελαγχολικής φαντασίας, άξονες κάθε γνήσιας δημιουργίας για την Julie Kristeva, οι νέες συνθέσεις του Χατζάκη καθηλώνουν το βλέμμα του θεατή με την ανησυχητική τους ειλικρίνεια και την απρόσμενη γραφή τους.
Η Επάλληλη γραφή δημιουργεί ένα μεθοριακό χώρο ανάμεσα στο συνειδητό και στο ασυνείδητο, ανάμεσα στο ανείπωτο, ασυμβολικό και ακοινώνητο πάθος του χαοτικού μαύρου, που πλαισιώνει συχνά τους πίνακες και στα εγκόσμια χρώματα της επιθυμίας και της αγάπης, που αγωνίζονται να ορίσουν το αόριστο χάσμα και να επανασυνδέσουν τη φθαρμένη συμβολική αλυσίδα των σημάτων, των χρωμάτων και των κειμένων.
Η διαλεκτική σχέση των αντιθετικών αυτών δυνάμεων διαπερνά και καθορίζει κάθε μορφή, κάθε απόχρωση και κάθε συνθετική λεπτομέρεια των πινάκων.
Η εικαστική ρύθμιση και μορφοποίηση των πινάκων της Επάλληλης γραφής αποτελεί σίγουρα, μετωνυμική και μεταφορική μετάλλαξη των επιθυμιών και των ψυχικών αναγκών του ζωγράφου.
Ο οριακός χαρακτήρας της επάλληλης γραφής του Χατζάκη δεν είναι δυνατόν να χωρέσει στα γνωστά εικαστικά όρια και σχήματα της διαφανούς και γραμμικής γραφής. Έτσι, καταφεύγει σε αλλότρια μορφικά σχήματα, σε πλαστικά ιδιόλεκτα και σε ποιητικές συντάξεις.
Μ’ αυτόν τον τρόπο οι εικαστικές διαδικασίες της επάλληλης γραφής προσεγγίζουν και προσεγγίζονται με τις διαδικασίες και την εργασία του ονείρου.
Κομβικό σημείο στα έργα της έκθεσης αποτελούν τα πρόσωπα. Πρόσωπα οικεία αλλά και απόμακρα. Πρόσωπα αγαπημένα αλλά και απρόσιτα. Πρόσωπα της φθοράς και της άσκησης. Πρόσωπα -εξαϋλωμένες μετωνυμίες και μεταφορές της ψυχής του ζωγράφου και της δικής μας. Πρόσωπα που μας βλέπουν κατάματα, όπως στο όνειρο.
Με τις δικές τους θέσεις, το δικό τους χρώμα και το δικό τους πάθος τα πρόσωπα των πινάκων συνθέτουν ένα πολυφωνικό διαλογικό σύνολο. Στο σύνολο αυτό, μέσα από μια σειρά ψυχικών ταυτίσεων και συμπαθειών, θα πάρει τη θέση του και ο θεατής που γίνεται κοινωνός των παθών και των επιθυμιών τους.
Η μνήμη και οι εμπειρίες, διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο στη ζωγραφική του Χατζάκη. Η μνήμη όμως, λειτουργεί στα έργα του ακούσια, όπως στον Μαρσέλ Προυστ. Είναι μνήμη αθέλητη, που δεν εξαρτάται από τη νόηση και τη συνείδηση. Ενσωματωμένη μαζί με τις εμπειρίες στις μορφές και στα εικαστικά μέσα της επάλληλης γραφής στοχεύει στη μετάγγιση των ψυχικών και εικαστικών εμπειριών στον κάθε θεατή. Έτσι, οι πίνακες στην τελευταία δουλειά του Χατζάκη μετατρέπονται σε ένα είδος συμπαθητικής ζωγραφικής μαγείας.
Οι αληθινές εμπειρίες επιτρέπουν στα περιεχόμενα του ατομικού παρελθόντος να συμπλέκονται με εκείνα του συλλογικού. Μ’ αυτόν τον τρόπο τα πρόσωπα των πινάκων αποκτούν διαπροσωπικό ή διαχρονικό χαρακτήρα και επιτυγχάνεται η δυνατότητα εξίσωσης ανάμεσα στα πρόσωπα των οικείων, στα πρόσωπα των αγαπημένων και στα πρόσωπα των κοσμικών ή των θρησκευτικών αγίων.
Αληθινό ζωγραφικό επίτευγμα της ζωγραφικής του Χατζάκη αποτελεί η ομολογία. Ο ίδιος λόγος και η ίδια εικαστική αλλά ψυχική διαδικασία διαπερνά όλα τα στοιχεία των πινάκων : Πρόσωπα, επιγραφές, κείμενα, χρώματα, γράμματα, συνθέσεις. ΄Ολα αποτελούν μάρτυρες της φθοράς αλλά και άμυνας απέναντί της. Οι διεργασίες των διαβρωτικών δυνάμεων είναι ολοφάνερες στη σύνθεση και στην έκφραση των προσώπων. Δεν κατάφεραν όμως, να τα παραμορφώσουν ή να τα αφανίσουν. Με θλιμμένη επίγνωση του πάθους και των παθημάτων τους στέκονται μετωπικά, σταθερά και αξιοπρεπή απέναντι στη φθορά και σε μας. Το πάθος δεν τους οδηγεί στην παθητικότητα αλλά στη διακριτική άμυνα. Είναι αληθινοί μάρτυρες της δικής τους και της δικής μας δραματικής πορείας.
Οι χρωματικές παραλλαγές, οι χρωματικές συνθέσεις και αποχρώσεις, είναι από την πλευρά τους ομόλογες της σύνθεσης, του περιεχομένου και της στάσης των προσώπων. Χωρίς κραυγαλέες εξάρσεις, οι αποχρώσεις και παραλλαγές του απαλού γκρι, που δεν φτάνουν ποτέ στο καθαρό λευκό, οι απαλοί τόνοι του υποτονικού κεραμιδί, του σκούρου μπλε, όπως και όλες οι άλλες αποχρώσεις που δεν είναι εύκολο να ονομάσει κανείς, είναι το αποτέλεσμα του καθημερινού, σιωπηλού, σχεδόν ασυνείδητου αγώνα απέναντι στην αμορφία, στην αοριστία και στην αφασία του μαύρου. Όλες αυτές οι συνθέσεις και αποχρώσεις, που δεν επιτρέπει ο χώρος να αναλύσουμε εδώ, αποτελούν συνειδητές ή ασυνείδητες προσπάθειες για τη συνάρθρωση των αποσυντεθειμένων στοιχείων και για τη χρωματική και ψυχική μορφοποίηση του χάσματος.
Με τον ίδιο λόγο οι δυσανάγνωστες επιγραφές και τα κείμενα αποτελούν ταυτόχρονα μαρτυρίες του κινδύνου, της εξαφάνισης αλλά και επίκληση για εγρήγορση.
Γίνεται έτσι φανερό πως ο χρόνος της ακούσιας μνήμης και των εμπειριών, ο οποίος εγγράφεται στο χώρο των προσώπων, των κειμένων και των χρωμάτων, είναι χρόνος περιοδικός, ρυθμικός, μακροπρόθεσμα απελευθερωτικός. Είναι ο χρόνος που αποδέχεται την περίοδο της φθοράς , αναμένοντας το χρόνο της αναγέννησης, είναι χρόνος που αποδέχεται το διάστημα του κενού και ξυπνά ταυτόχρονα την επιθυμία της πλήρωσης.
Όλα τα παραπάνω στοιχεία νομίζω πως μεταμορφώνουν τον κάθε πίνακα του Χατζάκη σε ένα μικρό εικαστικό τραγώδιον (μικρή τραγωδία), σε ένα εικαστικό τραγούδι.Φιλήμων Χατζής
Ιστορικός Τέχνης
(Εφημερίδα «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ», 6-12-1994)